Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ (Διασκευή του Γ. Β. Δεβελέγκα)

  • (ΤΟΥ ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ)

  • ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
  • Ντον Λολό: Κτηματίας
  • Μπαρμπα-Ντίμα: Μάστορας
  • Σιμέ: Δικηγόρος
  • Πε: Παραγιός του Λολό
  • Ταραρά: Χωρικός που τινάζει τις ελιές
  • Φιλλίκο: Ομοίως
  • Τάνα: Χωρική που μαζεύει τις ελιές
  • Τριζούτσα: Ομοίως
  • Καρμινέλλα: Ομοίως
  • Νοτσαρέλλο: Χωριατόπαιδο
  •  

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

  •  
  • Στο αριστερό μέρος της σκηνής βρίσκονται ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ και οι ΠΕ,  ΤΑΡΑΡΑ, ΦΙΛΛΙΚΟ που τινάζουν ελιές. Δεξιά στο βάθος, το πιθάρι.
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Γεμάτες οι ελιές αυτή τη χρονιά στη Σικελία. Γερά δέντρα, προκομμένα, φορτωμένα πέρσι, ξανακάρπισαν φέτος όλες, παρά το χιόνι που τις βρήκε στον ανθό.
  •  
  • Ανοίγει η αυλαία. Ο παραγιός ΠΕ στέκεται πάνω στο πέτρινο κάθισμα και κοιτάζει κάτω στο μονοπάτι τις χωριάτισσες να ανεβαίνουν με τα καλάθια γεμάτα ελιές, που τα κουβα­λάνε στο κεφάλι ή τα κρατάνε στα χέρια. Οι χωριάτισσες τραγουδάνε ένα ντόπιο τραγούδι πίσω από το παραβάν.
  •  
  • ΠΕ: (Φωνάζει) Προσέχετε! Κι εσύ, ρε ζαβό, πρόσεχε! Όλο βλακείες κάνετε!
  •  
  • Μπαίνουν από αριστερά οι χωριάτισσες και ο ΝΟΤΣΑΡΕΛΛΟ.
  •  
  • ΤΡΙΖΟΥΤΣΑ: Τι σ' έπιασε πάλι, παραγιέ;
  • ΤΑΝΑ: Ο Χριστός κι η Παναγία! Πού έμαθες να βρίζεις έτσι;
  • ΚΑΡΜΙΝΕΛΛΑ: Σε λίγο θ' αρχίσουν και τα δέντρα να βρίζουν εδώ!
  • ΠΕ: Ναι, να μη βρίζω! Να σας αφήνω να σκορπάτε τις μισές ελιές στο μονοπάτι!
  • ΤΡΙΖΟΥΤΣΑ: Τι λες, μωρέ; Εμένα ούτε μία δεν μου έπεσε.
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Ντον Λολό έκανε ένα γύρο στα κτήματά του από το Κότε ως το Πριμοσόλε, και προβλέποντας πως δε θα έφταναν τα πέντε παλιά κιούπια που είχε στην αποθήκη για το λάδι της καινούριας σοδιάς, παράγγειλε στην ώρα του ένα άλλο πιο μεγάλο ακόμα. Ψηλό κοντά ένα μπόι, χώρια το κεφάλι, γερό, φαρδύ, το καλύτερο απ’ όλα. Να αυτό εκεί (Δείχνει το πιθάρι δεξιά στη σκηνή). Είχε στήσει γερό καβγά με τον καμινά γι’ αυτό το πιθάρι. Μα και με ποιον δεν τα ’βαζε ο ντον Λολό; Για το καθετί, το παραμικρό, για ένα πετραδάκι που έπεφτε από το φράχτη, για ένα άχυρο, φώναζε να του σελώσουν τη φοράδα να τρέξει στην πόλη να κάνει μήνυση. Έτσι με τα παράβολα, τα δικαστικά έξοδα και τις αμοιβές των δικηγόρων, κόντευε να καταστραφεί.
  •  
  • ΠE: Αν, θεός φυλάξοι, εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μας ο Ντον Λολό...
  • ΤΑΝΑ: Να εμφανιστεί και να ξαναεμφανιστεί αν θέλει! Όποιος κάνει τη δουλειά του δεν φοβάται τίποτα.
  •  
  • Από την άλλη άκρη (δεξιά) της σκηνής, εμφανίζεται ο Ντον Λολό.
  •  
  • ΠΕ: (Έντρομος προς τον Ντον Λολό) Ήρθανε τα μουλάρια με την κοπριά.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Τα μουλάρια; Τέτοια ώρα; Πού είναι; Πού τα πήγες;
  •  
  • Ο ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ βγαίνει από το δεξιό άκρο της σκηνής με γρήγορο βήμα..
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Λέγανε πως ο δικηγόρος του βαρέθηκε να τον βλέπει μπροστά του δυο τρεις φορές την εβδομάδα, και για να τον ξεφορτωθεί του χάρισε ένα βιβλιαράκι σαν σύνοψη. Ήταν ο κώδικας για να ψάχνει και να βρίσκει μόνος του, αν είχαν νομική βάση οι αγωγές που σκόπευε ν’ αρχίσει. Παλιότερα, όλοι όσοι είχαν προστριβές μαζί του, του φώναζαν, για να τον πάρουν στο ψιλό:
  •  
  • ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΟΣΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ: Το βιβλίο! Το βιβλίο! Συμβουλέψου τον κώδικα!
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Πίσω από τη σκηνή) Σίγουρα! Και θα σας τυλίξω όλους σε μια κόλα χαρτί, βρωμόσκυλα!
  •  
  • Ο ΠΕ ο ΦΙΛΛΙΚΟ και ο ΤΑΡΑΡΑ πλησιάζουν το πιθάρι και το βλέπουν ανοιγμένο στη μέση.   
  •  
  • ΦΙΛΛΙΚΟ: Παναγιά μου είναι σπασμένο! Τι κάνουμε τώρα;
  • ΤΑΡΑΡΑ: θα μας σκοτώσει, θα μας σκοτώσει!
  • ΠΕ: Βοήθα μας, θεούλη μου, βοήθα μας!
  • ΓΥΝΑΙΚΕΣ: (Μαζεύονται γύρω του και μιλάνε όλες μαζί) Τι έγινε; Τι πάθατε; Τι τρέχει;
  • ΠΕ: Το πιθάρι! Το καινούργιο πιθάρι!
  • ΤΑΡΑΡΑ: Έσπασε!
  • ΓΥΝΑΙΚΕΣ: (Όλες μαζί) Το πιθάρι! Ωχ! Αλήθεια; Πώς; Αχ, Παναγιά μου!
  • ΦΙΛΛΙΚΟ: Έσπασε στα δύο! Λες και κάποιος του έριξε μια με το τσεκού­ρι — γκαπ!
  • ΤΑΝΑ: Μα, πώς;
  • ΤΡΙΖΟΥΤΣΑ: Δεν το πείραξε κανένας!
  • ΚΑΡΜΙΝΕΛΛΑ: Κανένας! Αλλά τώρα ποιος ακούει τον Ντον Λολό!
  • ΤΡΙΖΟΥΤΣΑ: θα κάνει σαν τρελός!
  • ΦΙΛΛΙΚΟ: Εγώ λέω να φύγω πριν γυρίσει και το δει!
  • ΤΑΡΑΡΑ: Τι να φύγεις ρε ηλίθιε; Άντε μετά να πιστέψει πως δεν το κάναμε εμείς! Δεν θα το κουνήσει κανένας από ’δώ! (Στον ΠΕ) Πήγαινε φέρ’ τον! 'Όχι, όχι. καλύτερα φώναξέ τον από ’δώ. Βάλ’ του μια φωνή.
  • ΠΕ: (Ανεβαίνει στο πέτρινο κάθισμα γύρω από την ελιά και βάζει τις παλάμες γύρω από το στόμα του) Ντον Λολό! Ντον Λολοοοοό! Ουρλιάζει σαν τρελός. Ντον Λολοοοοό! 
  •  
  • Μπαίνει στη σκηνή ο ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ και βλέπει το σπασμένο πιθάρι…
  •  
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Ορμάει πρώτα στον ΤΑΡΑΡΑ και μετά στον ΦΙΛΛΙΚΟ. τους αρπάζει από το γιακά και τους ταρακουνάει) Εσύ το ’κάνες; Η εσύ; Κάποιος από τους δυο σας, που να σας πάρει και να σας σηκώ­σει! θα μου το πληρώσετε ακριβά αυτό!
  • ΠΕ, ΤΑΡΑΡΑ, ΦΙΛΛΙΚΟ: Δεν φταίμε εμείς αφεντικό. Έτσι το βρήκαμε.
  •  
  • Απογοητευμένος κάθεται σε μια άκρη και πιάνει το κεφάλι του. Όλοι όσοι βρίσκονται στη σκηνή πλησιάζουν με σκυμμένο το κεφάλι προς το μέρος του ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ.
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σαν είδαν οι χωρικοί πως καταλάγιασε η πρώτη μανία, έπιασαν να τον παρηγορούν, να τον καθησυχάζουν. Το πιθάρι μπορούσε να φτιαχτεί. Δεν είχε σπάσει άσχημα. Ένα κομμάτι μόνο. Ένας καλός κανατάς θα μπορούσε να το μπαλώσει και θα γινόταν πάλι καινούριο. Κι ήταν κι αυτός ο μπαρμπα-Ντίμα, που είχε ανακαλύψει μια θαυματουργή κόλλα που κρατούσε ζηλότυπα το μυστικό της: μια κόλλα που ούτε με σφυρί δεν μπορούσες να την ξεκολλήσεις σαν έπιανε. Αν ήθελε λοιπόν, ο ντον Λολό, αύριο με το χάραμα θα ερχόταν εδώ ο μπαρμπα-Ντίμα, και το πιθάρι του θα γινόταν καλύτερο κι από πρώτα. Έτσι παρά τις αρχικές αντηρίσεις του ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ, την άλλη μέρα το πρωί μόλις χάραξε παρουσιάζεται ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΝΤΙΜΑ με τα σύνεργά του στην πλάτη.
  •  
  • ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ  (Σβήνουν και ανάβουν τα φώτα)
  •  
  • Στη σκηνή παραμένουν όλοι.  Ο ΝΤΙΜΑ ανεβαίνει στη σκηνή από το μέρος της πλατείας. Αφήνει τα σύνεργά του δίπλα στο πιθάρι και το περιεργάζεται. 
  •  
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Στον ΝΤΙΜΑ) Πώς μπαίνεις έτσι; Ούτε μια κα­λησπέρα; Πού είναι η ευγένειά σου;
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Μάστορα ζήτησες ή άρχοντα; Πες μου τι Θες και θα το κάνω. Μη μου τρως την ώρα.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Αν τα λόγια τα έχεις τόσο ακριβά, γιατί Θες να τα ξοδεύουν οι άλλοι; Βλέπεις τι θέλω να κάνεις. (Του δείχνει το πιθάρι)
  • ΦΙΛΛΙΚΟ: Φτιάξε το πιθάρι, μπαρμπα-Ντίμα, μ' αυτή την ωραία κόλλα σου,
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Έχω ακούσει ότι κάνει θαύματα. Εσύ τη φτιάχνεις;
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: ……
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Ν’ απαντάς όταν σου μιλάνε! Και, δείξε μου την κόλλα!
  • ΤΑΡΑΡΑ: (Σιγανά, στον ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ) Αν του φωνάζετε έτσι, δεν θα κάνετε τη δουλειά σας. Δεν τη δείχνει σε κανέναν.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Στον ΝΤΙΜΑ) Καλά. Πες μου, Θα το φτιάξεις; (Δείχνει το πιθάρι) θα είναι γερό;
  •  
  • Ο μπαρμπα-Ντίμα φοράει τα γυαλιά του και εξετάζει παλι το πιθάρι
  •  
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜA: Φτιάχνεται.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Μπουμ! Το δικαστήριο έβγαλε την απόφαση. Αλλά εγώ δεν εμπιστεύομαι την κόλλα σου, όσο θαυματουργή και να ’ναι. θέλω και μεταλλικά δεσίματα.
  • ΜΠΑΡΜΠΛ-ΝΤΙΜΑ: Καλά τότε, φεύγω.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Τι διάολο, παλαβός είσαι;
  • ΦΙΛΛΙΚΟ: (Τον συγκροτεί) 'Ελα τώρα, μπαρμπα-Ντίμα, περίμενε!
  • ΤΑΡΑΡΑ: Κάνε αυτό που σου λέει τ’ αφεντικό!
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ
  • Κανένας δεν μ' αφήνει να κάνω σωστά τη δουλειά μου. (Πλησιάζει τον Ντον Λολό) Άκου; αν το πιθάρι σου δεν χτυ­πάει σαν την καμπάνα μόνο με την κόλλα μου...
  • ΤΑΝΑ: Τύφλα-ξετύφλα, βάλε εσύ τα δεσίματα, αφού σου το λέμε!
  • ΤΡΙΖΟΥΤΣΑ: Ναι, είναι πιο γερό με δεσίματα.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Μα, τα δεσίματα κάνουν τρύπες. Δεν καταλαβαίνετε; Κάθε δέσιμο δύο τρύπες, είκοσι δεσίματα σαράντα τρύπες. Ενώ με την κόλλα μόνο...
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Γιατί λες τόσα, χριστιανέ μου; Τι μουλαρίσιο πείσμα είν' αυτό! Σαράντα τρύπες; Ναι, σαράντα τρύπες! Τις θέλω! Εγώ είμαι τ αφεντικό εδώ! (Προς τους άλλους). Να πάτε όλοι στις δουλειές σας. 
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: 'Ει! Μια στιγμή! Θέλω κάποιον να κρατήσει μαζί μου το σπασμένο κομμάτι. Είναι μεγάλο το πιθάρι.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Θα μείνει ο ΤΑΡΑΡΑ.
  •  
  • Φεύγουν όλοι από τη σκηνή και μένει ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ, ο ΝΤΙΜΑ και ο ΤΑΡΑΡΑ.
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο μπαρμπα-Ντίμα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά φουσκωμένος από οργή και πείσμα. Και η οργή και το πείσμα φούντωναν κάθε φορά που έβαζε το τρυπάνι στο πιθάρι και στο σπασμένο κομμάτι, για να περάσει ένα σύρμα και να γίνει η ραφή. Σε κάθε τρύπα μούγκριζε, το μάτι του αγρίευε, το μούτρο του γινόταν όλο και πιο πράσινο από τη χολή. Σαν τέλειωσε ετούτη η πρώτη δουλειά, πέταξε με λύσσα το τρυπάνι στο καλάθι. Έλεγξε αν είναι οι τρύπες σε ίσες αποστάσεις, κι ύστερα, με την τανάλια, έκοψε τόσα κομματάκια σύρμα όσα κι οι ραφές που έπρεπε να κάνει.
  •  
  • Όση ώρα ο ΝΤΙΜΑ ανοίγει τις τρύπες και κόβει τα σύρματα ο ΤΑΡΑΡΑ παρακολουθεί από κοντά.
  •  
  • ΤΑΡΑΡΑ: Κουράγιο ΜΠΑΡΜΠΑ ΝΤΙΜΑ, θα πάθεις τίποτα!
  •  
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Ωραία, έβαλα την κόλλα, Κράτα εσύ τώρα τα κομμάτια ενωμένα και εγώ θα μπω μέσα στο πιθάρι να κάνω τα δεσίματα. Πρόσε­χε... Κράτα καλά... Τώρα θα μπω μέσα.
  • ΤΑΡΑΡΑ: Στο πιθάρι;
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Ναι. βρε χοντροκέφαλε. Τα δεσίματα πρέπει να τα πιάσω από μέσα.
  •  
  • Ο Ταραρά ακολουθεί τις εντολές του Μπαρμπα-Ντίμα και τον κλείνει στο πιθάρι. Μετά από λίγο ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΝΤΙΜΑ βγάζει το κεφάλι του από το στόμιο του πιθαριού.
  •  
  • ΤΑΡΑΡΑ: Συγγνώμη που ρωτάω: Κι εσύ, πώς θα βγεις;
  •  ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: 'Όπως βγαίνω πάντα απ’ όλα τα πιθάρια.
  • ΤΛΡΑΡΑ: Αυτό εδώ έχει πιο στενό λαιμό, δεν ξέρω αν χωράς. Για δοκί­μασε.
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μα το πιθάρι όσο φαρδιά κοιλιά είχε, τόσο είχε και στενό λαιμό. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα στη λύσσα του, δεν το είχε προσέξει. Τώρα, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε, μα τρόπο να βγει δεν έβρισκε. Κι ο χωρικός, αντί να τον βοηθήσει, χτυπιόταν από τα γέλια. Φυλακισμένος εκεί μέσα στο πιθάρι που το είχε μπαλώσει ο ίδιος, το είχε κάνει σαν καινούριο, και τώρα, για να βγει, δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά να το σπάσει πάλι από την αρχή, κι αυτή τη φορά αγιάτρευτα.
  •  
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Βγάλτε με! Για τον Θεό, θέλω να βγω! Αμέσως! Βοηθήστε με!
  •  
  • Ο ΤΑΡΑΡΑ εξακολουθεί να γελάει πηγαίνοντας στην άκρη της σκηνής για να τους φωνάξει όλους να μπουν στη σκηνή και να διασκεδάσουν με το πάθημα του ΝΤΙΜΑ.
  •  
  • ΤΑPAPA: Φιλλικό! Τάνα! Τριζούτσα! Καρμινέλλα! Ελάτε, ελάτε! Ο μπαρμπα-Ντίμα κόλλησε μέσα στο πιθάρι!
  •  
  • Μπαίνουν όλοι στη σκηνή γελώντας, χοροπηδώντας και χειροκροτώντας.
  •  
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: (Σαν αγριεμένο ζώο) Βγάλτε με από ’δώ μέσα! Δώ­στε μου το σφυρί μου! Στο καλάθι είναι!
  •  
  • Μπαίνει βιαστικός ο ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ  από δεξιά
  •  
  • ΓΥΝΑΙΚΕΣ: (Τρέχουν κοντά του) Κλείστηκε στο πιθάρι! Μόνος του! Δεν μπορεί να βγει!
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ:  Στο πιθάρι;
  • ΜΠΑΡΜΠΛ-ΝΤΙΜΑ: Πάρτε το σφυρί και σπάστε το πιθάρι!
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Τι; Τώρα που φτιάχτηκε;
  • ΜΠΛΡΜΠΛ-ΝΤΙΜΑ: Ε. και τι; Εδώ μέσα θα μείνω;
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Στον ΦΙΛΛΙΚΟ) Τρέχα εκεί (Δείχνει το μονοπάτι δεξιά) και βρες το δικηγόρο μου, που κάθεται κάτω από τη συκομουριά. Πες του να έρθει αμέσως εδώ...
  •  
  • Ο ΦΙΛΛΙΚΟ βγαίνει τρέχοντας
  •  
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Ή το σπάτε ή το κυλάω εγώ και το σπάω σε κάποιο δέντρο, θέλω να βγω. Θέλω να βγω από 'δώ μέσα!
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Περίμενε να έρθει ο δικηγόρος. Αυτός θα μας λύσει το θέμα. Εγώ θέλω να προστατέψω το πιθάρι μου γι' αυτό κάνω το καθήκον μου. (Βγάζει ένα παλιό δερμάτινο πορτοφόλι, παίρνει μερικά χαρτονομίσματα, τα δείχνει) Βλέπετε όλοι. Είστε μάρτυρες. Δέκα λιρέτες για την επισκευή του πιθαριού.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Κράτα τα λεφτά σου. Δεν τα θέλω. Θέλω μόνο να βγω από εδώ.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Θα βγεις, άμα πει ο δικηγόρος ότι μπορείς να βγεις. Αλλά τα λεφτά σου θα σου τα δώσω.
  •  
  • Πετάει τα χαρτονομίσματα μέσα στο πιθάρι την ώρα που βγαίνουν στη σκηνή ο ΦΙΛΛΙΚΟ και ο δικηγόρος ΣΙΜΕ. Ο ΣΙΜΕ διπλώνει από τα γέλια.
  •  
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Τον βλέπει) Πού το είδατε το αστείο; Αλλά, βέβαια, δικό μου είναι το πιθάρι, όχι δικό σας!
  • ΣΙΜΕ: Και τι θα κάνεις; χα. χα, χα. Θα τον κρατήσεις εκεί μέσα;
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Και τι να κάνω; Τόσα λεφτά έδωσα!
  • ΣΙ ΜΕ: Ναι. αλλά αυτό που κάνεις ξέρεις πώς λέγεται; Παράνομη κράτηση!
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Κράτηση; Γιατί, ποιος τον κρατάει; Μόνος του μπήκε εκεί μέσα. Δεν φταίω εγώ. (Στον μπαρμπα-Ντίμα) Ποιος σε κρα­τάει; Βγες έξω αμέσως!
  • ΜΠΛΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Βγάλε με εσύ, αν μπορείς.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Γιατί να σε βγάλω εγώ; Εγώ σ’ έβαλα; Μόνος σου μπήκες, μόνος σου να βγεις!
  • ΣΙΜΕ: Κυρίες και κύριοι, μου επιτρέπετε να μιλήσω;
  • ΤΛΡΑΡΑ: Μάλιστα. Να μιλήσει ο κύριος δικηγόρος! Σωπάστε!
  • ΣΙΜΕ: Υπάρχουν δύο βασικά θέματα στην υπόθεση αυτή, θέλω να τα ακούσετε προσεκτικά και να δείτε τι μπορείτε να κάνετε. (Στον Ντον Λολό) Κατ αρχάς, εσύ, Ντον Λολό, πρέπει να ελευθερώ­σεις αμέσως τον μπαρμπα-Ντίμα.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Πώς; Να σπάσω το πιθάρι;
  • ΣΙΜΕ: Περίμενε. Έχω και συνέχεια. Ασε με να τελειώσω. 'Ομως, κατάλαβε πως δεν μπορείς να τον κρατήσεις εκεί, είναι παρά­νομη κράτηση! (Στον μπαρμπα – Ντίμα) Από την άλλη, μπαρμπα-Ντίμα, πρέπει κι εσύ να απολογηθείς για τη ζημιά που έκανες στον Ντον Λολό, όταν μπήκες μέσα στο πιθάρι και δεν πρόσεξες πως δεν μπορείς να βγεις.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Κύριε δικηγόρε, τόσα χρόνια διορθώνω πιθάρια και πάντα μπαί­νω μέσα να κάνω εσωτερικά τα δεσίματα, γιατί είμαι καλός μάστορας. Ποτέ δεν μου έτυχε να μη μπορώ να βγω. Πες στον κύριο να τα βάλει μ- εκείνον που έφτιαξε το πιθάρι με τόσο στενό λαιμό. Δεν είναι δικό μου το λάθος.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Και η καμπούρα σου; Πού να ξέρει εκείνος που έφτιαξε το πιθάρι ότι θα έχεις ολόκληρο λόφο στην πλάτη σου; Κύριε δι­κηγόρε, αν πάμε σε δίκη τον πιθαρά που έφτιαξε στενό λαιμό κι έρθει αυτός εδώ με την καμπούρα του. ο δικαστής θα ψοφήσει στα γέλια. Και μετά θα με βάλει εμένα να πληρώσω όλα τα έξοδα της δίκης.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ
  • Βλακείες! Την ίδια καμπούρα έχω εδώ και χρόνια και πάντα βγαίνω απ’ τα πιθάρια εύκολα, σαν να βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού μου.
  • ΣΙΜΕ: Αυτό. μπαρμπα-Ντίμα. δεν είναι επιχείρημα. Όταν έμπαινες, έπρεπε να σκεφτείς και πώς θα έβγαινες.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Αρα θα μου πληρώσει το πιθάρι;
  • ΣΙME: Τι εννοείς; Να σου το πληρώσει σαν καινούργιο;
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Ναι.
  • ΣΙΜΕ: Γιατί; Αφού ήταν σπασμένο!
  • ΜΠΛΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Κι εγώ του το ‘φτιαξα.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Το φτιάξες; Το φτιάξες! Αρα είναι καλό σαν καινούργιο. Όχι σπασμένο. Άμα το σπάσω τώρα για να βγεις, δεν θα μπορείς να το ξαναφτιάξεις κι εγώ θα χάσω το πιθάρι μου. Σωστά, κύριε δικηγόρε;
  • ΣΙΜΕ: Σωστά Αρα ευθύνεται και ο μπαρμπα-Ντίμα. Λοιπόν, κύριοι, αφήστε με να χειριστώ εγώ την υπόθεση.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Βεβαίως, βεβαίως!
  • ΣΙΜΕ: Μπαρμπα-Ντίμα, ένα έχω να πω: ή η κόλλα σου κάνει θαύ­ματα ή είναι άχρηστη.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Στους άλλους) Ακούστε τι λέει ο άνθρωπος! Σοφός! Τώρα θα τον στριμώξει...
  • ΣΙΜΕ: Αν η κόλλα σου είναι άχρηστη, είσαι απατεώνας. Αν η κόλλα σου κάνει θαύματα, τότε το πιθάρι, ακόμα κι έτσι που είναι, έχει κάποια αξία. Ποια αξία έχει - πες μου εσύ!
  • ΜΠΑΡΜΠΛ-ΝΤΙΜΑ: Μ' εμένα μέσα;
  •  
  • Γελάνε όλοι
  •  
  • ΣΙΜΕ: Ασε τ' αστεία. Είπα, έτσι όπως είναι.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Να σας πω. Αν ο Ντον Λολό μ' είχε αφήσει να φτιάξω το πιθάρι μόνο με την κόλλα μου, δεν θα βρισκόμουν εδώ μέσα, γιατί θα το είχα κολλήσει απέξω. Και το πιθάρι θα ήτανε πάλι καινούργιο και θα είχε την πρώτη του τιμή, ούτε μικρότερη ούτε μεγαλύτερη. Μπαλωμένο όπως είναι τώρα και γεμάτο τρύπες σαν σουρωτήρι, πόσο να κάνει; Ούτε το ένα τρίτο από τα λεφτά που έδωσε ο Ντον Λολό για να τ’ αγοράσει.
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Το ένα τρίτο;
  • ΣΙΜΕ: (Αμέσως κάνει νόημα στον Ντον Λολό να σωπάσει) Ένα τρίτο! Σιω­πή! Ένα τρίτο... Δηλαδή;
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Έδωσα τρία χαρτονομίσματα, άρα τώρα κάνει ένα.
  • ΜΠΑΡΜΠΛ-ΝΤΙΜΑ: Μπορεί λιγότερο, σίγουρα όχι περισσότερο.
  • ΣΙΜΕ: Βασίζομαι στα λόγια σου. Τώρα βγάλε ένα χαρτονόμισμα και δώσε το στον Ντον Λολό.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Εγώ; Σ’ αυτόν; Γιατί;
  • ΣΙME: Για να σπάσει το πιθάρι και να βγεις, θα του δώσεις όσα είπες ο ίδιος.
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΠΜΑ: Εγώ; Σ' αυτόν; Αστειεύεται η αφεντιά σου; Θα κάτσω εδώ μέσα να πιάσω σκουλήκια!
  •  
  • Μπαίνει μέσα στο πιθάρι, ενώ όλοι γελάνε
  •  
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: (Αρπάζει το πιθάρι και το ταρακουνάει) θα βγεις, διάολε, Θα βγεις!
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Είδατε τι κόλλα! Και δεν έχει καν δεσίματα!
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Απατεώνα! Κάθαρμα! Και ποιος φταίει, εσύ ή εγώ; Και θες να πληρώσω εγώ τη βλακεία σου;
  • ΣΙΜΕ: (Τραβάει τον Ντον Λολό) Μη χειροτερεύεις τα πράγματα. Ασε τον να μείνει εδώ σήμερα και αύριο και, θα δεις, θα σε παρακαλάει να τον βγάλεις. (Στον μπαρμπα-Ντίμα) Εντάξει. Αφού δεν πληρώνεις, μείνε εκεί. (Στον Ντον Λολό) Πάμε. Ξέχνα τον!
  •  
  • Ο Σιμέ και ο Ντον Λολό φεύγουν από το δεξιό μέρος της σκηνής.
  • Ο ΝΤΙΜΑ βγάζει και κουνά το χαρτονόμισμα που είχε ρίξει μέσα στο πιθάρι ο ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ
  •  
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: Έχω δέκα λιρέτες. Τώρα θα το γιορτάσουμε! Γιορτάζω το καινούργιο μου σπίτι. Ταραρά, τρέχα κι αγόρασε ψωμί, κρασί, ψάρια και τουρσιά, θα το κάψουμε απόψε!
  • ΟΛΟΙ: (Χειροκροτούν. καθώς ο Ταραρά βγαίνει τρέχοντος) Μπράβο, μπαρ- μπα-Ντίμα. Να ’σαι καλά, μπαρμπα-Ντίμα! Γλέντι που θα γίνει!
  •  
  • ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (Σβήνουν και ανάβουν τα φώτα)
  •  
  • Στη σκηνή βρίσκονται όλοι εκτός από τους Σιμέ και ο Ντον Λολό. Χορεύουν και γλεντάνε.
  •  
  • ΕΒΓΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΙΘΑΡΙ (Συρτό)
  • (Διασκευή του «Έλα βρε Χαραλάμπη»)
  •  
  • (Χορός) Έλα βρε μπάρμπα Ντίμα, μαζί μας για χορό
  • Να σκάσουν από ζήλεια, Σιμέ και Ντον Λολό (δις)
  •  …….
  • (Χορός) Έβγα έξω μπάρμπα Ντίμα
  • (Ντίμα) Άλλα λόγια πέστε βρε παιδιά
  • (Χορός) Να χορέψουμε αντάμα
  • (Ντίμα) Φέρτε μου μια τσικουδιά (δις)
  • …………
  • Έβγα απ’ το πιθάρι, να σε φιλέψουμε
  • Να φάμε και να πιούμε, και να χορέψουμε (δις)
  • …………………
  • (Χορός) Έβγα έξω μπάρμπα Ντίμα
  • (Ντίμα) Άλλα λόγια πέστε βρε παιδιά
  • (Χορός) Να χορέψουμε αντάμα
  • (Ντίμα) Πιάστε και μια σεφταλιά (δις)
  •  
  • ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και είχε μια πανσέληνο που θαρρείς και ήταν μέρα.
  • Κάποια ώρα, ο ντον Λολό που είχε πλαγιάσει ξύπνησε από ένα σαματά της κόλασης. Βγήκε στο μπαλκόνι κι εκεί, στο αλώνι, κάτω από το φεγγάρι, αντίκρισε μύριους διαβόλους: οι χωρικοί μεθυσμένοι, πιασμένοι χέρι χέρι, χόρευαν γύρω από το κιούπι. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα, τραγουδούσε, ξελαρυγγιαζόταν.Αυτή τη φορά, ο ντον Λολό δεν κρατήθηκε.
  •  
  • Ο ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ που παρακολουθούσε από την άκρη της σκηνής, εισέρχεται έξαλλος σαν αφηνιασμένος ταύρος τραγουδώντας στον ίδιο ρυθμό:
  •  
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Για δέσ’ τα, τα ζαγάρια, το ρίξαν στο χορό, θα σπάσω το πιθάρι να βγει το παλαβό!
  •  
  • Και πριν προλάβουν να τον σταματήσουν κλοτσάει και σπάει το πιθάρι!  
  •  
  • ΝΤΟΝ ΛΟΛΟ: Πού νομίζετε πως βρίσκεστε; Στην ταβέρνα; Άει στα κομμάτια, γερο-διάολε!
  •  
  • Ο ΝΤΙΜΑ βγαίνει σώος από το πιθάρι! Στέκεται στη μέση της σκηνής!
  •  
  • ΟΛΟΙ: (Εκτός από τον Ντον ΛΟΛΟ) Να μας ζήσεις, μπαρμπα-Ντίμα! Να μας ζήσεις!
  • ΜΠΑΡΜΠΑ-ΝΤΙΜΑ: (Κουνώντας τα χέρια) Εγώ! Εγώ είμαι ο νικητής! Εγώ!
  •  
  •  
  • ΤΕΛΟΣ
  •  
  • ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είναι μια διασκευή που έγινε για τις ανάγκες των σπουδαστών του θεατρικού εργαστηρίου του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, με απόλυτο σεβασμό στο αρχικό κείμενο.
  •  
  • Επιμέλεια: Γιάννης Β. Δεβελέγκας.


Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡ. ΔΕΒΕΛΕΓΚΑ

 


            Ο Κωνσταντίνος Χρήστου Δεβελέγκας, γεννήθηκε στο Μεγάλο Περιστέρι Ιωαννίνων το 1910, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του Χρήστος Δεβελέγκας ήταν δάσκαλος του χωριού.

Σε ηλικία είκοσι ετών κατετάγη στην Ελληνική Χωροφυλακή και τοποθετήθηκε στον Σταθμό Χωροφυλακής της Ροδαυγής (Νησίστα) Άρτας, όπου και υπηρέτησε τα πρώτα χρόνια της θητείας του.  

Το 1941 τιμήθηκε «επ’ ανδραγαθία», για την δράση και τον ηρωισμό που επέδειξε κατά τις επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στη Μάχη της Κρήτης.

Στη συνέχεια τοποθετείται στον Σταθμό Χωρ/κής Καταρράκτη και τις 29 Δεκ του 1946 νυμφεύεται την Παρασκευή Νικ. Τρομπούκη από τον Καταρράκτη Άρτας.

Στις 22 Ιουν του 1948, έπεσε πιστός στο καθήκον, υπερασπιζόμενος την ζωή και την ασφάλεια  των κατοίκων του Καταρράκτη και των γύρω χωριών.

Μετά τον Θάνατό του, προήχθη στον βαθμό του ενωμοτάρχη και τιμήθηκε και πάλι «επ’ ανδραγαθία», με την από 7/1/1949 απόφαση του Υπουργείου Δημ. Τάξεως. 

Στη μνήμη του και για να δηλώσουν έμπρακτα ότι η θυσία του δεν πήγε χαμένη, οι άνδρες της Δ.Χ. Άρτας και οι κάτοικοι των γύρω χωριών με έρανο και προσωπική εργασία, έκτισαν το 1955 τον Ναό των Αγίων Αποστόλων στον χώρο που άφησε την τελευταία του πνοή. Η τοποθεσία πήρε την ονομασία «Σκοτωμένου».

Τον Ιούνιο του 1978, το Αρχηγείο Χωροφυλακής με την οικονομική συμπαράσταση του αδερφού του πεσόντος, στρατηγού ε.α. Βασιλείου Δεβελέγκα και της κοινότητας Καταρράκτη, έκτισε Μνημείο ως ελάχιστο χρέος στην θυσία του, που τίμησε την πατρίδα και το Σώμα της Χωροφυλακής.

. 

ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ

 (ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ (5/8/48) ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΠΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)

«Τις πρώτες πρωινές ώρες της 22 Ιουν 1948, ισχυρά τμήματα ανταρτών επετέθησαν κατά της έδρας του Σταθμού Χωροφυλακής Καταρράκτου, της Υποδ/σεως Χωρ/κής Πραμάντων.

Στον εν λόγω Σταθμό υπηρετούσαν οι άνδρες της Χωροφυλακής: Πάλλας Ιωάννης του Δημητρίου, Δεβελέγκας Κωνσταντίνος του Χρήστου, Θάνος Κωνσταντίνος του Ηλία, Καλούδης Νικόλαος του Βασιλείου και Κρίκας Θεόδωρος του Ηλία.

Εν τω μεταξύ, έντρομοι οι κάτοικοι του χωριού ευρισκόμενοι μεταξύ δύο πυρών, συγκρότησαν δύο μεγάλες ομάδες και κινήθηκαν να διαφύγουν. Η πρώτη με κατεύθυνση προς τα Ιωάννινα και η δεύτερη προς Άρτα.

Ωστόσο, στη θέση Δίστρατο (Σήμερα Σκοτωμένου), που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Γραικικό και Καταρράκτης, οι κάτοικοι του χωριού και οι συνοδεύοντες αυτούς άνδρες της χωροφυλακής, Δεβελέγκας και Θάνος, ενισχυμένοι με έναν ένοπλο ιδιώτη, έπεσαν σε ενέδρα. Μάλιστα, ο προπορευόμενος ένοπλος  ιδιώτης συνελήφθη από τους αντάρτες. Τότε ο Κωνσταντίνος Δεβελέγκας, για να προστατεύσει τους κατοίκους του χωριού και να τους δοθεί ο χρόνος και η δυνατότητα να διαφύγουν, προσέγγισε τους αντάρτες και ανταπέδωσε τα πυρά. Η πράξη αυτή τους αιφνιδίασε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση στην πλευρά τους και να προλάβουν οι κάτοικοι του χωριού  να διαφύγουν με ασφάλεια. Μαζί με αυτούς κατάφερε να διαφύγει και να σωθεί και ο συλληφθείς ιδιώτης.

Κατά τη μάχη που επακολούθησε, μέσα σε πυκνό σκοτάδι, ο Κωνσταντίνος Δεβελέγκας αντιμετώπισε μόνος του τους αντάρτες ως τη στιγμή που απομακρύνθηκαν όλα τα γυναικόπαιδα. Στη συνέχεια, στην προσπάθειά του να απαγκιστρωθεί, δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα στο κεφάλι.  

Σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν οι αντάρτες τον αναγνώρισαν, δεν έκρυψαν τη λύπη τους για τον θάνατό του και του απέδωσαν τιμές, καθότι η φήμη για το ήθος τον αλτρουισμό και την συμπαράσταση που έδειχνε προς όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες που είχαν ανάγκη (δίνοντας το μεγαλύτερο μέρος των αποδοχών του), ήταν γνωστή σε όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές».

 

ΣΗΜΕΡΑ (Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το συμβάν)

Οι κάτοικοι του Καταρράκτη και των γύρω χωριών, η Δημοτική Αρχή και η Αστυνομική Διεύθυνση της περιοχής,  θέλοντας να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον πεσόντα και να τονίσουν την ύψιστη σημασία της αφοσίωσης στο καθήκον, καταθέτουν στεφάνι κατά την επιμνημόσυνη δέηση που πραγματοποιείται παράλληλα με τον εορτασμό του Ναού των Αγίων Αποστόλων. Αυτή είναι μια πράξη ενότητας και ανωτερότητας, που τους τιμά όλους. Τόσο τις Αρχές, όσο και τους κατοίκους που παρευρίσκονται στον εορτασμό και τη δέηση.

Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι, στα περισσότερα ενημερωτικά φυλλάδια και τις ιστοσελίδες που έχουν ως σκοπό την ανάδειξη της περιοχής, γίνεται μνεία τόσο του εν λόγω Ναού, όσο και του ονόματος του Κωνσταντίνου Δεβελέγκα!

‘Όπως:

«Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, χτισμένος από τους κατοίκους του χωριού στην περιοχή που φέρει την ονομασία Σκοτωμένος προς τιμήν του  Κων/νου Δεβελέγκα , αστυνομικού του Α .Τ Καταρράκτη, ο οποίος έχασε την ζωή του υπερασπιζόμενος τους κατοίκους του χωριού κι ενώ αυτοί αποχωρούσαν από αυτό για να προστατευτούν…».

 

https://periodikostep.gr/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%81%CE%AC%CE%BA%CF%84%CE%B7%CF%82/

 

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

 

 

 

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΕΝΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ

 

«Σήμερα το απόγευμα στις επτά, όλοι οι μαθητές της πρώτης τάξεως θα πρέπει να βρίσκεστε στην αίθουσα Γ1 του σχολείου», ανακοίνωσε ο καθηγητής μουσικών, και συνέχισε. «Θα γίνει δοκιμή για να επιλεγείτε σε μία από τις τρεις χορωδίες του Γυμνασίου μας. Η παρουσία σας είναι υποχρεωτική! Μπορείτε τώρα να συνεχίσετε το διάλειμμά σας».

-            Τι σημαίνει αυτό βρε Στέφανε; ρώτησα προβληματισμένος τον διπλανό μου στο θρανίο, καθώς πηγαίναμε προς τα μονόζυγα στο βάθος της αυλής...

Δεν θα είχαν περάσει ούτε δύο μήνες από τότε που μετακομίσαμε οικογενειακώς από τα Γιάννενα στην Κέρκυρα, προς το τέλος της δεκαετίας του εξήντα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα μου. Έδωσα εξετάσεις, όπως προβλεπόταν εκείνη της εποχή, και από το Καπλάνειο, βρέθηκα στις αίθουσες του Β’ Γυμνασίου Αρρένων Κερκύρας.

Ο Στέφανος, που ήταν πειραχτήρι, δεν μου απάντησε ευθέως! «Θα δεις», μου είπε αινιγματικά και πιάστηκε από το μονόζυγο για μια… ανακυβίστηση.    

            Βαριά, ηπειρώτικη, η δική μου προφορά, τραγουδιστή, επτανησιακή, του Στέφανου. Έτσι, πλέον των άλλων, είχαμε από την πρώτη μέρα μια σχετική δυσκολία επικοινωνίας. Αλλά, όπως και να το κάνεις, σε αυτή την ηλικία που ήμασταν, ο άνθρωπος μαθαίνει εύκολα τις «ξένες» γλώσσες. Μην ξεχνάμε πως ήταν πολύ διαφορετικές οι γλωσσικές επιρροές  ανάμεσα στους Ηπειρώτες και τους Επτανήσιους εκείνη την εποχή που δεν ήταν εύκολη η μεταξύ τους επικοινωνία. Και η τηλεόραση που έπαιξε στη συνέχεια εκπαιδευτικό ρόλο και άμβλυνε αυτές τις διαφορές, δεν είχε φτάσει ακόμη στα μέρη μας.  

            Την ίδια μέρα το απόγευμα, μας βρήκε όλους τους μαθητές στη σειρά να περιμένουμε την εξέταση των δυνατοτήτων μας στο τραγούδι, από τον υπεύθυνο των χορωδιών, τον κύριο Σκαφιδά!

            Εγώ, δεν είχα πάρει χαμπάρι τι θα έπρεπε να κάνω! Απλά, έβλεπα τον καθηγητή να κάθεται μπροστά σε ένα αρμόνιο, κάτι να παίζει και να δίνει εντολή σε έναν - έναν στους μαθητές, να λένε Λάααα.

            Πρώτος από το τμήμα μας πήγε ο Κώστας (Μηχανολόγος μηχανικός σήμερα).

-            Φωνή δεύτερη… Στην πρώτη χορωδία του είπε ο καθηγητής με θαυμασμό.                        Ακολούθησε ο Στέφανος (ορθοπεδικός ιατρός σήμερα).

-            Φωνή Τρίτη… Θέλεις δουλειά… Στη δεύτερη χορωδία και βλέπουμε. Του είπε ο καθηγητής κάπως ουδέτερα. 

Εν τω μεταξύ εγώ προσπαθούσα να καταλάβω ποια ήταν η διαδικασία, αλλά αυτό ήταν αδύνατον για τα δικά μου δεδομένα. Και παράλληλα από εγωισμό δεν ήθελα και να ρωτήσω.

-            Ο επόμενος…                      

Ο  κύριος Σκαφιδάς ήταν ένας ήρεμος και μειλίχιος άνθρωπος, γύρω στα σαράντα. Τα τρία επόμενα χρόνια που μείναμε στην Κέρκυρα, ποτέ άλλοτε δεν τον είδα να χάνει την ψυχραιμία του όπως εκείνο το απόγευμα… 

Στάθηκα όρθιος μπροστά στο αρμόνιο

-            Πες λάααα, μου είπε αυτός και πάτησε κάποια πλήκτρα του αρμονίου.

-            Λάααα, είπα!

Με λοξοκοίταξε και μετά πάτησε κάποια άλλα πλήκτρα.

Εγώ το βιολί μου, συνέχισα ακάθεκτος. Λάαααααααα…

-            Άλλαξε τόνο παιδί μου! είπε ο καθηγητής και επέλεξε με τα δάκτυλά του κάποια άλλα πλήκτρα του αρμόνιου.

-            Εγώ συνέχισα πιο δυνατά στον ίδιο τόνο, νομίζοντας πως έπρεπε να αυξήσω την ένταση της φωνής μου! Λάαααααααα…  

Θα πρέπει να σχημάτισε την εντύπωση πως το έκανα επίτηδες για να αποφύγω τις χορωδίες! Του ήταν αδύνατον να πιστέψει ότι δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου αρμόνιο! 

Και τότε πρόσεξα μια παράξενη γυαλάδα στα μάτια του καθώς σταμάτησε να παίζει. Σηκώθηκε από τη θέση του και με ρώτησε σε έξαλλη κατάσταση!

-            Γαργάρα ήρθες να κάνεις παιδάκι μου εδώ πέρα; Από πού είσαι;

-            Από τα Γιάννενα, είπα δειλά.

-            Α! μουρμούρισε. Μισός αιώνας πίσω! Θέλεις δουλειά νεαρέ… Στην τρίτη χορωδία… Φωνή αδιευκρίνιστος!  

Ο Κώστας και το πειραχτήρι ο Στέφανος, με περίμεναν… στη γωνία!  

…………..

«Άλλαξαν όμως οι καιροί», σκέφτηκα τις προάλλες, μισό περίπου αιώνα μετά,  που βρέθηκα προσκεκλημένος στην αίθουσα Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας στα Γιάννενα, για να παρακολουθήσω τη χορωδία του Συλλόγου Φίλων Πολυφωνικής Μουσικής σε ένα πρόγραμμα με τραγούδια Ελλήνων συνθετών. «Μπορεί να μην φτάσαμε και ίσως να μην φτάσουμε ποτέ στο πολύ υψηλό επίπεδο των Κερκυραίων, που έχουν βαθιά κουλτούρα πάνω στον τομέα της μουσικής παιδείας, αλλά τους πλησιάζουμε με αξιώσεις».

Ανάμεσα στα μέλη της χορωδίας αναγνώρισα τη Δέσποινα, τον Χάρη, τον Γιώργο, τον Αλέκο και άλλους γνωστούς. Όλοι τους σοβαροί και με κάποιο μικρό τρακ στην αρχή και χαρούμενοι με τα χαμόγελα ως εκεί πάνω στο τέλος της εκδήλωσης. Διέκρινα γελαστά πρόσωπα με μάτια να λάμπουν από χαρά και ικανοποίηση καθώς κατέβαιναν από τη σκηνή για να γίνουν ένα με το κοινό που δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να τους επευφημεί και να τους χειροκροτεί σε όλη τη διάρκεια αυτού του όμορφου μουσικού αφιερώματος.

Διέκρινα τον Αλέκο, τον Γιώργο, τον Χάρη, τη Δέσποινα και άλλους γνωστούς. Ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή, που ξορκίζουν το γκρίζο που μας περιβάλει με αισιοδοξία και με εργαλείο το Θείο δώρο που μας προσφέρει ο πολιτισμός μας. Ο απαράμιλλος ελληνικός πολιτισμός, το φάρμακο για τον πόνο και τις δυσκολίες και το μέσον για να πάμε μπροστά, διατηρώντας αναλλοίωτη  την προαιώνια παράδοσή μας και δημιουργώντας ένα ελπιδοφόρο σήμερα και ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά μας.  

Το «Ανοιξιάτικο Μουσικό Γιορντάνι» που παρουσιάστηκε στην Αίθουσα Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος στις 3 Μαΐου του 2023, ήταν ένα πραγματικό πνευματικό στολίδι, στη φορεσιά της πόλης μας!

 Γιάννης Β. Δεβελέγκας