Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΤΡΑΧΥΣ ΦΛΕΒΑΡΗΣ, ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΄΄13

 
            Τραχύς Φλεβάρης, Γιάννενα, μέρες του δεκατρία: 

Ο Κώστας από τη Μονεμβασιά και ο Μανούσος από τ’ Ανώγεια κοιτάχτηκαν στα μάτια! «Αυτή τη φορά θα φτάσουμε στην κορυφή» είπε ο ένας στον άλλον χωρίς να βγάλουν άχνα τα σκασμένα από το κρύο και την αφυδάτωση χείλη τους. Βλέπεις ο λοχαγός, τους είχε απαγορέψει τις κουβέντες δυο ώρες πριν ξεκινήσει η επίθεση.

Είχαν πέσει εκατοντάδες κορμιά τις προηγούμενες μέρες στις αποτυχημένες προσπάθειες του ελληνικού στρατού να σκαρφαλώσει και να καταλάβει τα οχυρά του Μπιζανίου. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει αφάνταστα. Μόνο το υψηλό φρόνημα και το πάθος για τη λευτεριά, τους είχε απομείνει αντίβαρο στα τραγικά συναισθήματα που δημιουργούσαν οι εικόνες των νεκρών στρατιωτών που έπεσαν από τα τουρκικά πυρά στην προσπάθεια να καταλάβουν τα οχυρά τις προηγούμενες μέρες.

Ότι που είχαν μαζέψει οι τραυματιοφορείς τα άψυχα κορμιά των ελληνόπουλων που είχαν πέσει υπέρ πατρίδος στην προηγούμενη αποτυχημένη επίθεση και ο λοχαγός του πεζικού - ένα λεβεντόπαιδο από την Αράχοβα - έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να προχωρήσουν στη γραμμή από την οποία θα ξεκινούσε η επίθεση. Κόντευε να χαράξει.

Εκείνη τη μέρα ο καιρός φαινόταν να είναι επιτέλους με το μέρος τους. Η ομίχλη ήταν πυκνή και θα προχωρούσαν απαρατήρητοι. Αρκούσε να φτάσουν στα είκοσι με εικοσιπέντε μέτρα από τη γραμμή των οχυρών, να κάνουν έφοδο με μια ανάσα και να τα καταλάβουν!  

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων είχε τεράστια σημασία και έναν ξεχωριστό συμβολισμό. Τα Γιάννενα ήταν ίσως η πιο σημαντική πνευματική πηγή που κράτησε ζωντανή την ελληνική γλώσσα και όρθιο τον ελληνισμό στα χρόνια της σκλαβιάς. Ήταν η πόλη των ευεργετών και του ελληνικού διαφωτισμού!  

Και τώρα, αυτά τα παιδιά, τα καλούσε το καθήκον προς την αγαπημένη πατρίδα. Τους καλούσε η μοίρα, να φανούν αντάξιοι του Λεωνίδα, του Αισχύλου, του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, των Σουλιωτών!

Ο Κώστας, ο Μανούσος, ο Μιχαλιός από την Κύπρο, ο Γιωργής από τη Γότιστα, μάζεψαν λάσπη από το διπλανό χαντάκι που κρατούσε υγρασία, και την άπλωσαν πάνω τους για καμουφλάζ, παραλλαγή! Γίνανε ένα με το έδαφός και με τη βοήθεια της ομίχλης αθέατοι από τον εχθρό!

 Λίγα μόλις λεπτά αργότερα, ο λοχαγός έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουν έρποντας και όσο γίνεται αθόρυβα προς την κορυφή. Να φτάσουν στα είκοσι με εικοσιπέντε μέτρα κοντά στην πρώτη γραμμή των οχυρών χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και να πραγματοποιήσουν έφοδο με το σύνθημά του, βρίσκοντας τον εχθρό απροετοίμαστο.

Το έδαφος ήταν αφιλόξενο, κακοτράχαλο. Ο Κώστας, πονούσε αφάνταστα στους αγκώνες, Είχε σκιστεί από το έρπειν το ύφασμα του χιτωνίου του και είχε ματώσει. «Εβδομήντα μέτρα μείνανε ακόμα, θ’ αντέξω». Είπε και έσφιξε τα δόντια!

Ο Μανούσος, είχε πέσει πάνω σε αγκάθια και είχε πληγιάσει ολόκληρος από το πρόσωπο ως τα πόδια, αλλά ήταν μαθημένος στις κακουχίες και συνέχιζε με πείσμα. «Άρχισε να χαράζει, σκέφτηκε, αλλά ευτυχώς η ομίχλη είναι πυκνή και μας καλύπτει».

Ο Μιχαλιός, για μια στιγμή σταμάτησε. Είχαν βρεθεί στον δρόμο του κάτι στουρνάρια κοφτερά σαν δίκοπα μαχαίρια! Έπρεπε να συνεχίσει περνώντας από πάνω τους. Για μια στιγμή δίστασε, του ήρθαν στο νου εικόνες από τα ζεστά καλοκαίρια στα Βαρώσια κι αισθάνθηκε στα ξεραμένα χείλη του τα τρυφερά φιλιά της κοπελιάς του πίσω στο Νησί. «Άντε Μιχαλιό, πενήντα μέτρα ακόμα μείνανε από το στόχο, υπομονή»!

Ο Γιωργής που ήταν από την περιοχή, ήταν ανήσυχος. Ήξερε πως δεν είχαν πολύ ακόμα χρόνο στη διάθεσή τους. Όπου να ‘ναι ο ήλιος θα δυνάμωνε τις ακτίνες του και θα σκόρπαγε γρήγορα την ομίχλη. «Σαράντα ακόμη μέτρα, είπε μέσα του, ο Θεός να μας λυπηθεί»!

Στην κορυφή του υψώματος που ήταν χτισμένα τα επιφανειακά οχυρά η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει. Οι Τούρκοι είχαν πιάσει τα πόστα τους και περίμεναν την επίθεση από στιγμή σε στιγμή. «Αυτοί οι Γκιαούρηδες δεν το βάζουνε κάτω». Τους επιτίθονταν με λύσσα, αλλά το έδαφος ήταν με το μέρος τους και τα οχυρά ήταν ένα με το έδαφος. Ήταν αόρατα σε όποιον πλησίαζε από κάτω ή από το πλάι. «Μόνο τις κάννες των όπλων μας βλέπουν οι άπιστοι»!

Ο λοχαγός σκούπισε με το μανίκι του τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Όχι, δεν είχε ιδρώσει από φόβο, ούτε από αγωνία. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που σκαρφάλωνε σ’ αυτή την απότομη πλαγιά. Είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου. Θεωρούσε τιμή του να πεθάνει για τη λευτεριά της πατρίδας και καμάρι να σταθεί δίπλα στους τριακόσιους του Λεωνίδα και στον Μάρκο Μπότσαρη! Να γίνεις ένα με τους ημίθεους της εξόδου του Μεσολογγίου!

Ο ιδρώτας ήταν από τον ήλιο που του χτυπούσε τώρα το πρόσωπο. Κοίταξε δίπλα του τους στρατιώτες του και πάγωσε το αίμα του! Εκτός από την ομίχλη που είχε υποχωρήσει και τους άφησε ακάλυπτους είχε συμβεί κάτι χειρότερο. Είχε αρχίσει να ξεραίνεται η λάσπη που είχαν βάλλει για παραλλαγή και είχαν γίνει πλέον εύκολος στόχος για τους Τούρκους. «Τριάντα ακόμη μέτρα ακόμη ως την κορυφή». «Θεέ μου γιατί μας εγκατέλειψες»; Σκέφτηκε προς στιγμήν να διατάξει οπισθοχώρηση, αλλά ήταν πλέον αργά. Είχε αρχίσει η σφαγή!  

Σηκώθηκε τότε επάνω και έδωσε το σύνθημα για έφοδο! Όμως δεν πρόλαβε να κάνει ούτε πέντε βήματα προς το οχυρό και έπεσε αιμόφυρτος από τις ριπές των πολυβόλων του εχθρού.

Καθώς βασίλευε το βλέμμα του, γύρισε πίσω το κεφάλι και κοίταξε προς τους στρατιώτες του. Ο Μιχαλιός, ο Μανούσος κι ο Γιωργής κείτονταν ακίνητοι πάνω στ’ αγκωνάρια. Λίγο πιο πίσω ο Κώστας από τη Μονεμβασιά φαινόταν τραυματισμένος αλλά ζούσε. Του έκανε νόημα να φύγει προς το πίσω. Ύστερα, μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, και πριν ξεψυχήσει, άδειασε το περίστροφό του πάνω στο μπετόν αρμέ της «Σκύλλας», όπως αποκαλούσαν τα οχυρά.

Νωθρός Φλεβάρης, Γιάννενα, εκατόν δέκα χρόνια μετά, ακούστηκε ο παρακάτω διάλογος μεταξύ νεαρών μπροστά στη βεβηλωμένη προτομή του Κυπρίου ήρωα Μιχαήλ Στιβαρού, που έχασε τη ζωή του στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων:

-           Και γιατί ρε δικέ μου να μη του βάψω τη μούρη αυτουνού και των άλλων Μπιζανομάχων; Μπορούν να μας βλάψουν; ΌΧΙ. Μπορούν να μας βολέψουν κάπου; ΟΧΙ. Μπορούν να βάλουν γκολ στο ενενήντα; ΟΧΙ. Τους έχουμε ανάγκη; ΟΧΙ. Τους φοβόμαστε; ΟΧΙ. Γιατί λοιπόν να τους σεβαστούμε;

-           Καλά λες ρε φίλε! Μήπως και ποιος τους σέβεται;

Γιάννης Β. Δεβελέγκας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου